- σταλαγμομετρία
- η, Νφυσ.1. μέθοδος εκτίμησης τού όγκου ενός υγρού με τη βοήθεια οργάνου εκροής το οποίο είναι εφοδιασμένο με τριχοειδή σωλήνα2. μέθοδος προσδιορισμού τής σταθεράς ενός τριχοειδούς σωλήνα μέσα από τον οποίο διέρχεται το υγρό3. ο συντελεστής τής επιφανειακής τάσης τού τριχοειδούς σωλήνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stalagmometry (< σταλαγμός + -μετρία*)].
Dictionary of Greek. 2013.